Μου ζητήθηκε κάποια στιγμή να φτιάξω ένα διάλογο που θα γινόταν μονόπρακτο θεατρικό, που να έχει να κάνει με τον τόπο μου, με τον πρωτογέννητο Όλυμπο, με την μυθολογία, τους Θεούς και τους Ανθρώπους.
Σήμερα λέω να το μοιραστώ μαζί σας!"Διψασε ο Δίας και κατρακύλησε από του Ολύμπου τον πλατύ του θρόνο.
Νερό και ιδρώτα και λίγο από άλογη αγάπη τα χείλη του να βρουν στον ποταμό Βαφείρα
Μα σαν εστάθη στα σκαλιά της πυρωμένης από τον αγόγγυστο ήλιο πέτρας
Γλυκόπικρη τον βρήκε η μοναξιά, και ξέμπαρκος αφέθηκε εις το φευγιό της μέρας..
Τότε τον είδα, εγώ, θνητό παιδί της γης, βλαστάρι και φλάμπουρο του Ορφέα.
«Ποιος είσαι;» ετρόμαξα κρυμμένος στις Δήμητρος τα ιερά εδάφη. Φοβήθηκαν οι κόγχες μου τα δυο πλατιά του στήθη, το ασημοκέντητο μαλλί, το φουσκωτό του γένι. Μητέρα γη η Δήμητρα, σάρκα εγώ μικρή, ασήμαντη, από στάχυ φτιαγμένος και βροχή, πώς να εβγώ μπροστά του;
«Σίγασαν τα ταμπούρλα και οι γιορτές, σιώπησαν οι ορδές και τα χειροκροτήματα και στου αετού μου τα γαμψά τα νύχια, κύλησαν δυο και χίλιες δυο βαθιές οι ράγες, γιόμισαν χόρτο,
γιόμισαν σκόνη, γιόμισαν γλίτσα και καπνό κι αγώνι. Κι ο κόσμος άλλαξε από της ρίζας την πιο μύχια άκρη, πέταξαν τα πουλιά, πέθαναν οι θεοί, ξεχάστηκαν τα θαυμαστά και τα αγαθά τα πάθη κι οι άνθρωποι εθεριέψαν, μένος βαρύ τους βρήκε, να φάνε θέλουν το δεντρί, το χιόνι, το λιβάδι, να καταπιούν το πέλαγο, να κάνουνε σκοτάδι».
Τούτα μου είπε και τα γαλανά τα μάτια του εγυαλίσαν, μα δάκρυ δεν εκύλησε, δεν τα δα να σαλεύουν και τότε εγώ ξεκρύφτηκα, στα άστρα εφανερώθει, δεν ήταν εκείνος ο κακός, δεν ήταν ο μοιραίος, εγώ που ήμουν άνθρωπος στέρησα την θωριά του, εγώ κι η γης , χώμα νερό και αίμα …στην ποδιά του.
«Δεν είναι ο άνθρωπος θεριό» μαρτύρησα
«Είναι!» εξαγριώθει.
«Δεν είναι σκοτάδι φοβερό»
«Είναι!» εφανερώθει.
«Δεν φέρει την καταστροφή!»
«Σκοτώνει το μυαλό, σκοτώνει την ψυχή, σκοτώνει τα παιδιά του» με κοίταξε και άστραψαν βαριά τα βλέφαρα του και στα δυο χέρια του χλωμά αναβοσβήνουν αλλοτινές δυνάμεις του, αλλοτινές του οι χάρες.
«Ναι… τα σκοτώνει» και η ομολογία μου τραντάζει την καρδιά μου και φέρνω τα δυο χέρια μου και κλαίω γοερά μου.
«Τόση ευλογία, τόση πνοή, τόσο μεγάλο δώρο και μια καρδιά που θα χώραγε με θαύμα τον κόσμο όλο, μα εσείς την εμαυρίσατε, την κάνατε χυδαία, ούτε θεούς , ούτε ήρωες, ούτε μεγάλη γνώση, λαθραία δέρματα κι οστά και ηδονές μοιραίες που κατατρώνε τις ψυχές που καταργούν τον λόγο, γίνατε τρελοί και μανιασμένοι κύνες, που σαν ξεσκίζουν μονομιάς το φτωχό φαγητό τους, χορεύουν γύρω από την ουρά και γύρω της γυρνούνε.
«Και μήπως εσείς οι θεοί είστε καλύτεροι; ‘Ανθρωποι με δυνάμεις » οργίστηκα ραγδαία. Με πίκρανε η κατηγόρια του, με θύμωσε η μομφή του και βάλθηκα να προχωρώ και να χτυπώ τα πόδια στους αιχμηρούς τους δρόμους του ξακουστού Αρχελάου, και κει που του Αλέξανδρου η άμαξα περνούσε και των αλόγων του οι οπλές εφτιάχναν μελωδίες, και κει που οι αρχαίοι οι τραγωδοί χτίζανε κορυφώσεις, για να ταίζουν τα μάτια των ψυχών, να τις εμπουκώνουν πλούτο, να τους καρφώνουν στα πλευρά φτερά για τα αστέρια, ο κόσμος να τους δίνεται, να τρέχουν, να ιδρώνουν, να βάζουν κάτω το σφυρί, να βάζουν το μολύβι, το ρευστό να ενώνουν με το σταθερό να φτιάχνουν δακτυλίδι, ίδιο με κείνο που χάραξε ο Ήφαιστος στην ασπίδα.
«Τούτο είναι το ρευστό, το ψυχικό το ρέμα, υγρό και αστείρευτο, ανεκτίμητο κι αέναο Αχιλλέα" μου είπε, "Και το άλλο, το σταθερό, οι ίνες, ο κόσμος, το χώμα τ Αχιλλέα, φτωχό είναι δισκοπότηρο που αγαπάς τυχαία.
Κι εσύ να κάνεις να ενωθούν και φλογερά να ανθίζουν, να γίνουν καταρράκτης που ανάποδα θα ρέει, το πάνω κάτω να γενεί και το μαύρο να ασπρίσει κι όπου ασχήμια και βρωμιά, όπου φτώχια και πόνος εσύ να φέρεις αστροφεγγιά, ίαση, χάδι κι ανθρωπιά, να εστρωθεί ο δρόμος» .
Και σαν το κατανόησα, έγινα σαν την πέτρα που άγγιζα με την γυμνή πατούσα, κρύα σαν νύχτα και σκληρή σαν την ζωή που ζούσα, σαν την ζωή που ζούνε οι άνθρωποι σε τούτονε τον κόσμο, με πόνο, με ατίμωση, με πίκρα κι αδικία κι όλα αυτά είναι ανθρώπινα που είναι τιμωρία γιατί αποξενώσαμε τη γη, τον ουρανό, την δύση και την ανατολή, της αγκαλιάς την ζέση, τον δυο γλυκόλογων το ζουμερό σιρόπι, τον σεβασμό, την μέθεξη του έρωτα, της γνώσης το κατόπι, της καλοσύνης την θωριά, της ευγένειας την χάρη, το νου εν σώματι υγιή, της πιο υπέρτατης, της πιο μεγάλης δύναμης, της αγάπης το ανθηρό, το φλογερό κλωνάρι. Και γύρισα απότομα τον Δία να κοιτάξω, μα ο εκείνος, είχε ορθωθεί, είχε απλωθεί, πλατύνει, άγγιζε όλο το ιερό, όλες τις γκρίζες του δρόμου πέτρες, αγκάλιαζε τα μάρμαρα, χάιδευε τα παλάτια, ναούς και θέρμες και επαύλεις και όλους τους εξυπνούσε.
Εξύπνησε την Ίσιδα, την Δήμητρα και τον Φοίβο, τον άναρχο τον Ζύθο, τον Φίλλιπο, τον Αλέξανδρο και τις εννέα Μούσες κι έστησαν χορό με κέντρο κι απόκεντρο τον φωτεινό τον Σείριο.
Σείριε κοίτα προς τα κει, κοίτα και ξανα κοίτα, δεν είναι οι άνθρωποι θεριά, είναι χαμένα άστρα, μάζεψε τα γύρω από την ποδιά, φτιάξε μαζί τους κάστρα. Κλαίνε οι άνθρωποι, δάκρυα τους βαπτίζουν, από σάρκινα τα σώματα , αιθέρια τα ορκίζουν.
Έσκυψα και γονάτισα και έκλαψα για μένα και για την ανθρωπότητα, για όλα τα πραγμένα.
Ξημέρωσε και μόνος μου τον ήλιο αντικρίζω…. Μόνος, μόνοι, μόνοι μας… μόνοι μας."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου