Με ένα πυρόξανθο χαμόγελο σκύβει από τη γωνιά ο Αύγουστος... Δίνει ένα αποχαιρετιστήριο φιλί στο μέτωπο του λαμπερού Ιούλη και τρία μελένια σύκα για το δρόμο της επιστροφής.
Σκανδαλιάρικα καρφιτσώνει ένα ολόλαμπρο γαλάζιο φεγγάρι στο στερέωμα, εκείνο που κουβαλά για γούρι μέσα στην τσέπη για τον ερχομό του...Θα στάξει το χρώμα του και θα βάψει και τη θάλασσα...μπλε και ασημί, μπερδεμένο. Θα ειπωθούν πολλά παραμύθια, θα ακουστούν ιστορίες, θα βροντοχτυπήσουν καρδιές και κλεφτά φιλιά και παθιασμένες αγκαλιές θα ανταλλάξουν οι άνθρωποι κάτω από το γαλάζιο φως του. Ίσως να χυθούν και κάποια δάκρυα... μα τούτα, θα παρασυρθούν μαζί με το χρώμα και θα γίνουν ένα με της θάλασσας το αλάτι, που ζεστή και ευχαριστημένη θα τα πάρει μακριά, να τα κοιμίσει στη βαμμένη κοιλιά, θυσία στην πιο θερμή και παθιασμένη εποχή του χρόνου.
Γελά ο Αύγουστος και κάθεται φαρδιά πλατιά στην χρυσή άμμο να παρακολουθήσει ένα παιδί να γεύεται μια ζουμερή φέτα από καρπούζι. Να κατρακυλά το κόκκινο υγρό στο μικρό πιγούνι, να λερώνει το λαιμό και τα κοντούλικα δάκτυλα, εικόνα μοναδική, φρούτο και παιδί μαζί, ζάχαρη, αθωότητα και μια γλυκιά γεύση παραδείσου. Αυτή που χάσανε οι άνθρωποι στην πορεία, αυτή που ξεχάσανε και μίκρυναν τα μάτια τους...
Κι εκείνος παίρνει ένα μεγάλο κοχύλι να το κολλήσει στο αυτί για να ακούσει την πιο μυστηριώδη μουσική του καλοκαιριού. Βοή από σειρήνες κι Ωκεανίδες και την λαλιά του ίδιου του Ποσειδώνα, που κρατά τα άλογα του δεμένα και χαρίζει την θάλασσα του στους ανθρώπους για να αλαφρύνουν, να μερέψουν, να χαρούν.
Σηκώνεται ο Αύγουστος και περπατάει σε πέτρινα δρομάκια, σε αλωνισμένα χωράφια, σε ξεχασμένα μονοπάτια και σε δρόμους πολύχρωμους από πλήθη και επισκέπτες. Βάζει στους ώμους του τζιτζίκια και φορά το καπέλο του στραβά που ξεφτισμένο στις άκρες χορεύει με τον ζεστό αγέρα. Μασουλάει ένα ξερόχορτο και παίζει κουτσό στις γειτονιές. Χαιρετά τις ηλικιωμένες που στήνουν τις μικρές τους καρέκλες στο δρομί, πίνει διάφανο ούζο τσουγκρίζοντας το ποτήρι του με τους ψαράδες, χαλαρώνει στη μεγάλη σκιά μιας καρυδιάς καθώς ένας βοσκός περνά με το κοπάδι του και κουδουνίζουν τα καμπανάκια στο λαιμό των ζώων φτιάχνοντας μικρούς ταλαντευόμενους ήχους εξοχής.
Κόβει αγριολούλουδα και τα καρφιτσώνει στα μαλλιά των κοριτσιών. Είναι πιο όμορφα έτσι, με αλμύρα στο δέρμα και λουλούδια στο κεφάλι. Βάφει σκουρόχρωμα τα στήθη των αγοριών. Μόνο αυτό χρειάζονται για να θεριέψουν.
Χορεύει ο Αύγουστος παρέα με τις ελπίδες και τα όνειρα και με γλυκά φιλιά προσφέρει αμνησία και πρόσκαιρη ανάπαυση στις καρδιές των ανθρώπων. Οι καρδιές για να ανθίσουν θέλουν θέρμη κι έναν πελώριο ολάνοιχτο ουρανό. Γι αυτό κάθε λιόγερμα ζωγραφίζει με άπειρα χρώματα τον τεράστιο καμβά του παρέα πάντα με τα αηδόνια.
'Η ουσία ξεχάστηκε και χάθηκε' του λένε. 'Η αλήθεια θάφτηκε στο σκοτάδι και τη μουνταμάρα και τη σιωπή.'

Να ξαπλώσουν επάνω οι άνθρωποι. Να βρουν ένα αποκούμπι... να ξαποστάσουν λιγάκι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου