
φτερά από γυαλί βαραίνουν τα πλευρά μου και στο κεφάλι μου φορώ τον απόηχο από μιας νυχτιάς τα πεφταστέρια.
Κρύβω καλά στην τσέπη μου ένα δοχείο με πυγολαμπίδες, Να μου φωτίζουν τα όνειρα που δεν αγκάλιασα και δεν νανούρισα ποτέ. Να μου τα συντροφεύουν.
Και στα χείλη κρατώ ένα τραγούδι για γιοφύρια. Κείνα που
δένουν τις όχθες σφιχτά για να ανταμώνουν οι άνθρωποι. Για να γεννιέται η αθανασία.
Μυστικές οι ριψοκίνδυνες στιγμές της προσφυγιάς μου, έγιναν μελάνι για να γραφτεί ταραχώδης ο έρωτας. Ξεναγήθηκα παράνομα και δίχως να σε ξεπεράσω ξαναγύρισα. Και κάπου στην κόμη της Βερενίκης έχασα έναν αναστεναγμό.
Σε δυο εποχές καραδοκώ. Στην άνοιξη και το φθινόπωρο.
Να ζευγαρώνουμε σε μιας αιώνια άνοιξης τα φύλλα, να κοιμόμαστε αγκαλιά σε ενός δροσάτου φθινοπώρου τους καρπούς. Και πάλι να γυρίζει ο τροχός από την αρχή. Να τον ακούω να τρίζει και να ξεσφίγγω τα σχοινιά, από το ζυγό του χάρτινου καραβιού μου να ξεφύγω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου