Σαν τον κλέφτη γλιστράς από τις γρίλιες
να βολευτείς λιμνάζοντας στην άδεια της ποδιά.
Κενές οι ώρες κρέμονται στους τοίχους
και μες στις χούφτες της, ξεδιάντροπα κοιμάται η σιγή.
Γέρνει κουρασμένα και αναζητά να στηριχτεί
σαν ξερό στάχυ που κρατιέται από μοναχική ρίζα στην κοσμοχαλασιά.
Την προσπέρασες και βουβάθηκε ο κόσμος, σιώπησε.
Αόρατη σαν άνεμος χόρευε γύρω σου
κι ακόμη κι αν δεν την αντίκρισες ποτέ
κρέμασε στο λαιμό σου την ψυχή της.
Σε μια αιώνιας στιγμής το άγγιγμα
ανεξίτηλος έμεινες επάνω της,
σφραγίδα έρωτα τυφλού, καμωμένου από πηλό και ψέμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου